- πολιτευτῇ
- πολιτευτήςstatesmanmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτευτικός — ή, όν, Μ [πολιτευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτευτή («πολιτευτική μετριοπάθεια», Μιχ. Ακόμ.) … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
ΕΚΚΑ — (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, με την πρωτοβουλία του πολιτευτή Γ. Καρτάλη και των Α.… … Dictionary of Greek
Μάνου, Ασπασία — (Αθήνα 1896 – Βενετία 1972). Μοργανατική σύζυγος του βασιλιά της Ελλάδας Αλέξανδρου (1917 20). Ήταν κόρη του Πέτρου Μάνου και ανιψιά του ποιητή και πολιτευτή Κωνσταντίνου Μάνου. Η Μ. παντρεύτηκε τον βασιλιά Αλέξανδρο το 1919, και από τον γάμο… … Dictionary of Greek
Πάντειος Σχολή — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας, του οποίου ο πρώην πλήρης τίτλος ήταν Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του εθνικού ευεργέτη Αλεξάνδρου Πάντου, πολιτευτή από το Βόλο, ο οποίος άφησε όλη … Dictionary of Greek
Τηλεκλείδης — Κωμικός ποιητής, που έζησε στους χρόνους του Περικλή, στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., και πριν από την περίοδο της αττικής κωμωδίας του Αριστοφάνη. Ανήκε στη μερίδα των αριστοκρατικών και ήταν φίλος του πολιτευτή Θουκυδίδη και του Νικία. Γι’… … Dictionary of Greek
Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… … Dictionary of Greek